- σικυήρατον
- τὸ, Αβλ. σικυήλατον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σικυήρατον — cucumber bed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυηράτῳ — σικυήρατον cucumber bed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυήλατον — και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + ήλατος / ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)] … Dictionary of Greek
ՍԵԽԵՆԻ — (նւոյ կամ նոյ, նեաց.) NBH 2 0704 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. ՍԵԽԵՆԻ կամ ՍԵՂԽԵՆԻ. σικυήλατον, σικυήρατον . Բոյս՝ որ բերէ զսեխ. եւ Սեխաստան. *Իբրեւ զհովանի մրգապահաց ʼի մէջ սեխենեաց (կամ սեղխենեաց). Ես. ա. 8: *Ոչ սեխնիք, եւ ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)